- ἑπτάχρονος
- ἑπτάχρονοςof seven timesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επτάχρονος — ον βλ. εφτάχρονος … Dictionary of Greek
ἑπταχρόνους — ἑπτάχρονος of seven times masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπτάχρονοι — ἑπτάχρονος of seven times masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek
εφτάχρονος — η, ο (ΑΜ ἑπτάχρονος, ον) νεοελλ. επταετής αρχ. μσν. με επτά βραχείς χρόνους στην προσωδία … Dictionary of Greek
Αθανασίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος (Μενδενίτσα Λοκρίδας 1795 – 1849). Πολέμησε υπό τις διαταγές του Δυοβουνιώτη. Διακρίθηκε στη Στερεά Ελλάδα και στις μάχες της Αθήνας. 2. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Αγκίστρι της Αίγινας. Πήρε μέρος σε… … Dictionary of Greek